- νυκτῷον
- νυκτ-ῷον, τό, ([etym.] Νύξ)A temple of Night, Luc.VH2.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Νυκτώον — Νυκτῷον, τὸ (Α) ναός τής Νυκτός, τής θεότητας τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *νυκτῷος (πρβλ. μητρ ώον)] … Dictionary of Greek
νυκτῷον — temple of Night neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek